Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2008

Η πάνω πόρτα



Οι πρώτοι μελισσουργοί που χρησιμοποίησαν διάφραγμα βασίλισσας διαπίστωσαν ότι στον πάνω όροφο, που δεν είχε δική του είσοδο,παγιδεύονταν οι κηφήνες και πέθαιναν. Το πρώτο που σκεύτηκαν ήταν να ανοίξουν με την αρίδα μία τρύπα συνήθως διαμμέτρου 6χιλ. και έτσι το πρόβλημα των κηφήνων βρήκε την λύση του. Αργότερα, όταν ανέβαζαν γόνο στον πάνω όροφο, παρατήρησαν ότι αρκετές μέλισσε προτιμούσαν αυτήν την μικρή πόρτα αντί την κάτω κύρια είσοδο. Φυσικό είναι αφού έτσι περιορίζονταν η διαδρομή και κυρίως απέφευγαν την ταλαιπορία της διέλευσης μέσα από το διάφραγμα. Έτσι κάποιοι σκεύτηκαν (όπως και η αφεντιά μου)να διευρύνουν τη οπή που έγινε έτσι από 6χιλ. σε 12-14χιλ. όπως δείχνει η πάνω φωτογραφία.
Στην εφαρμογή στην πράξη αυτής της ιδέας διαπιστώθηκε ότι ο ρόλος της πάνω πόρτας ήταν πολύ πιό σημαντικός από αυτόν που μπορούσε να παίξει μία οπή 14χιλιοστών. Σε μία πολυόροφη κυψέλη (αρκετές φτάνουν και τα 6 πατώματα) η ανάγκη αερισμού και συντόμευσης της εσωτερικής κυκλοφορίας είναι πασιφανής. Ακόμη πιό ορατή είναι η ανάγκη διευρυμμένης εισόδου το Φθινόπορο όταν κατεβάζουμε το μελίσσι στο ένα πάτωμα και αμέσως μετά βάζουμε από κάτω του ένα σώμα με κεριά για γλύψιμο και για συντήρηση τον χειμώνα. Αν οι κυψέλες μας είναι από υλικό κατάλληλο και σωστά βαμμένες ώστε να μην επηρεάζονται σοβαρά από τις χειμωνιάτικες συνθήκες (για τον λόγο αυτό έκανα την προηγούμενη καταχώρηση) τότε αποφεύγουμε και την μεταφορά των κεριών στην αποθήκη και την φροντίδα για τον κηρόσκορο.
Επι πλέον αυτή η διάταξη την Άνοιξη με ένα απλό άνοιγμα της κάτω εισόδου παροτρύνει τις συλλέκτριες να αφήνουν το φορτίο τους στα κεριά του κάτω πατώματος με αποτέλεσμα να προσελκύεται η μάνα να κατεβαίνει στον κάτω όροφο χωρίς δική μας επέμβαση για μεταφορά πλαισίων από πάνω κάτω, πράγμα που ανταποκρίνεται και στην φυσική ανάπτυξη του σμήνους.
Ακόμα αυτή η διάταξη περιορίζει το μπλοκάρισμα της γέννας στον πάνω όροφο αφού πολύ νέκταρ αποθηκεύεται στα κάτω άδεια πλαίσια.
Πώς κρίνεται αυτή τη διάταξη; Για μένα είναι πολύ καλή.

Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2008

Το βάψιμο των κυψελών


Είναι πολύ άδικο να αγοράζεις καινούργιες κυψέλες, να τις βάφεις και σε δύο χρονιές να είναι στο κακό τους το χάλι. Επειδή παρατηρώ ότι πολλοί μελισσοκόμοι εφαρμόζουν παλιές πολυδάπανες και αναποτελεσματικές τεχνικές βαψίματος και επειδή μετά από ψάξιμο νομίζω πως έδωσα στο πρόβλημα μία τουλάχιστον καλύτερη λύση θα σας την περιγράψω εδώ. Ξέρω βέβαια ότι υπάρχει και άλλη λύση εκτός της δικής μου που είναι η εμβάπτιση σε λιωμένη παραφίνη πού είναι μεν σαφώς πιο αποτελεσματική και γρήγορη από το χρωμάτισμα με λαδομπογιά αλλά το αισθητικό της αποτέλεσμα και ο κατάλληλος εξοπλισμός που απαιτεί με κάνουν να προτιμώ την βαφή με νεροχρώματα:
Αρχίζω με τρίψιμο με γυαλόχαρτο των αιχμών του σώματος ώστε να μην τραυματίζομαι από ατυχείς συγκρούσεις μαζί τους.
Στην συνέχεια περνάω ένα χέρι τσιμεντόχρωμα στην απόχρωση της τελικής στρώσης, ελαφρά αραιωμένο με νερό, που πωλείται σε τετράκιλο και κοστίζει 18 Ε. Εσωτερικά με το ίδιο χρώμα βάφω τις τέσσερις ενώσεις των σανίδων, τους ρόζους και δύο εκατοστά κάτω από τις αιχμές. Προσέχω να γεμίζουν καλά οι ρωγμές και οι κάθετες τομές του ξύλου.
Μετά λίγες ώρες κάνω ένα ελαφρύ τρίψιμο και βάφω το τελικό χέρι με «λαδομπογιά» νερού της ίδιας απόχρωσης. Δηλαδή ριπολίνα που κυκλοφορεί σε γυαλιστερό ή σατινέ.
Σε λίγες ώρες η κυψέλες είναι έτοιμες για χρήση. Η αντοχή της κυψέλης που είναι βαμμένη με αυτόν τον τρόπο είναι πολύ μεγαλύτερη από τις κυψέλες που είναι βαμμένες με λαδομπογιά. Εξ’ άλλου πρέπει να ξέρουμε ότι οι λαδομπογιές είναι καρκινογόνες και δεν θυμάμαι σε πόσα χρόνια θα απαγορευτούν τελείως με οδηγία της Ε.Ε. Ακόμα οι «ατσαλιές» από νερόχρωμα καθαρίζονται πολύ πιο εύκολα με λίγο νεράκι, ενώ το διαλυτικό της λαδομπογιάς είναι βρωμερό και καρκινογόνο.
Εάν η κυψέλη είναι παλιά, πρέπει να φύγει το χρώμα με paint remover που είναι μπελάς και κοστίζει, να επισκευαστεί, να τριφτεί, να στοκαριστεί και μετά να βαφεί με νεροχρώματα όπως παραπάνω περιέγραψα. Πολύ ασύμφορη διαδικασία. Γι αυτό προτιμώ να αφήσω τις κυψέλες που είναι βαμμένες με λαδομπογιές όσο αντέξουν και βάφω με νερομπογιές μόνο τις καινούργιες.
Είναι τώρα τρία χρόνια που εφαρμόζω αυτή την μέθοδο και είμαι δικαιωμένος απόλυτα. Μεγάλη διαφορά, αφού τα χρώματα αυτά δεν σκάνε στον ήλιο και γίνονται ένα σώμα με το ξύλο. Το τσιμεντόχρωμα μην νομίζετε ότι κάνει μόνο για τσιμέντο. Διαφέρει από τα άλλα υποστρώματα (αστάρια) νερού στο ότι αντί για στόκο εμπεριέχει τσιμέντο άριστης ποιότητας (Portland). Προσέξτε μόνο μην στοκάρετε την κυψέλη πριν την βαφή με στόκο λαδιού. Αν θα χρησιμοποιήσετε στόκο συμβουλευτείτε τον χρωματοπώλη σας γιατί δεν πάει οτιδήποτε. Εγώ δεν τον χρησιμοποιώ αφού το αποτέλεσμα με ικανοποιεί και αισθητικά και σε αντοχή.
Σας συνιστώ την μέθοδο αυτήν ανεπιφύλακτα. Καλή επιτυχία.